-
1 ἐπ-έρχομαι
ἐπ-έρχομαι (s. ἔρχομαι), 1) herzu-, herankommen, sich nahen; absolut, μεῖναι ἐπερχόμενον Il. 7, 535; ἐνϑάδε, ὁπόσε, Il. 24, 651 Od. 14, 139; c. dat. der Person, ὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλϑε, Il. 12, 200. 15, 84; βροτοῖσιν ὅταν κλύδων κακῶν ἐπέλϑῃ Aesch. Pers. 592; in Prosa gew., Her. 6, 95; Thuc. 1, 36, s. auch unten; – mit dem acc. des Ortes, zu dem man kommt, den man besucht, ἀγρόν Od. 16, 27; πολλὴν δ' ἐπελήλυϑα γαῖαν 4, 268, wie πολλὰ δέ τ' ἄγκε' ἐπῆλϑε, durchstreifte viele Thäler, Il. 18, 321; ὁ Νεῖλος ἐπέρχεται τὸ Δέλτα, verbreitet sich über das Delta, überschwemmt es, Her. 2, 19, wie Aesch. Suppl. 554 λειμῶνα ἐπέρχεται – ὕδωρ τὸ Νείλου; δόμους, ναούς, Soph. El. 1289 Ant. 153; auch εἰς τόπον, Ai. 433, wie εἰς ποταμόν Od. 7, 280; εἰς τὸ κενούμενον, in die leere Stelle einrücken, Xen. Oec. 8, 7; πόλιν Eur. Herc. fur. 593; χώρας ὅσην ἐπήλϑομεν Xen. An. 7, 8, 25; ἅπασαν τἡν οἰκουμένην, durchwandern, Din. 1, 13; auch τοὺς χειρωνακτικούς, Plat. Ax. 368 b; auch ὄψεσιν ἐπελϑὼν τοὺς κατακειμένους, Plut. Symp. 1, 2, 1. – Absolut, bes. vom Auftreten des Redners, ἐπῆλϑε, ἔλεξε δέ, Eur. Or. 931; Thuc. 1, 119; ἐπελϑὼν καὶ πείσας τὴν πόλιν Plat. Legg. VIII, 850 e; ἐπελϑὼν ἐπὶ τὸν δῆμον Her. 5, 97; ἐπὶ τοὺς ἐφόρους 9, 7. 11, vor dem Volke, den Ephoren auftreten, wie ἐπὶ τὸ κοινόν Thuc. 1, 90. – Von der Zeit, heran kommen, ἐπήλυϑον ὧραι, die Jahreszeiten kamen wieder heran, Od. 2, 107. 11, 295; νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλϑε 14, 457; ἕκαϑεν ἐπελϑὼν ὁ μέλλων χρόνος Pind. Ol. 11, 7; ἐπεὰν νὺξ ἐπέλϑῃ Her. 4, 84; ἦρί τ' ἐπερχομένῳ Ar. Nubb. 311; ἐπῆλϑεν Ὀλύμπια Thuc. 1, 126, u. so oft von regelmäßig wiederkehrenden Zeitabschnitten; dah. setzt Aesch. Prom. 98 τὸ παρὸν τό τ' ἐπερχόμενον πῆμα einander gegenüber. – Uebertr., νοῠσος ἐπήλυϑέν μοι Od. 11, 200, befiel mich, wie γλυκερὸς δέ μοι ὕπνος ἐπέλϑῃ 5, 472; aber auch τόσσα μιν ὁρμαίνουσαν ἐπήλυϑε νήδυμος ὕπνος, 4, 793, es überraschte sie dabei der Schlaf, wie Her. 2, 141; vgl. ἔρως ἄνδρας οὐ μόνους ἐπέρχεται Soph. frg. 607; ἐπέρχεταί μοι u. με, es kommt mich, wandelt mich an, entweder mit dem nom. der Sache oder dem infinit., τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν Soph. Tr. 135; καί οἱ ἐπῆλϑε πταρεῖν Her. 6, 107; ἐμοὶ τοιαῦτ' ἐπέρχεται πρὸς σὲ λέγειν Plat. Gorg. 485 e, wie καί μοι ἴσως οὐδὲν ϑαυμαστὸν πάϑος ἐπῆλϑε Legg. VII, 811 c; ἵμερος ἐπελϑὼν ὑμῖν 823 e. Vgl. Xen. Mem. 4, 3, 3; Dem. 1, 1 Lpt. 52. Aber auch ἵμερος ἐπείρεσϑαί με ἐπῆλϑε σέ, Her. 1, 30 (v. l. μοι), wie αὐτόν με νῦν τι τοιοῦτόν τι λέγειν ἐπέρχεται Plat. Phaed. 88 c; vgl. Legg. VII, 823 e, wo die Lesart zwischen τὸν νοῦν u. εἰς τὸν νοῦν schwankt; ohne Casus, ὅ, τι ἂν ἐπέλϑῃ λέγειν, was gerade in den Sinn kommt, sagen, Plut. Stoic. rep. 28. – 2) feindlich herankommen, an greifen, anfallen; absolut, Hom. u. Folgde, od. mit dem dat., βουσὶν ἐπήλυϑεν Il. 20, 91; μόσχοις Eur. Bacch. 736; Thuc. 1, 38 u. A.; auch τὴν τῶν πέλας ἐπελϑεῖν, Thuc. 2, 39; vgl. τμήδην δ' αὐχέν' ἐπῆλϑε Il. 7, 262, die Lanze drang an den Nacken. – Auch = tadeln, Eur. Andr. 689; ταῦτά σε ἐπῆλϑον I. A. 349; τὴν παρανομίαν, bestrafen, Plut. – Auch übertr., Etwas angreifen, πάντα διὰ βραχέων Plat. Polit. 279 c; vgl. Thuc. 1, 70; τοσάδε ἐπῆλϑον πολέμῳ, = διεπράξαντο, 1, 97; τινί τι, Einem Etwas auseinandersetzen, Ar. Equ. 618; in der Rede durchgehen, τὰς ξυνωμοσίας Thuc. 8, 54; τὰ εἰρημένα Arist. Nic. Eth. 10, 1, 4, u. öfter περί τινος, wie Sp.; – κρύσταλλος οὐ βέβαιος ὥςτ' ἐπελϑεῖν, so daß man darauf, darüber gehen konnte, Thuc. 3, 23.
-
2 επερχομαι
(атт. impf. ἐπῄειν от ἔπειμι; fut. ἐπελεύσομαι - атт. ἔπειμι; aor. 2 ἐπῆλθον, pf. ἐπελήλῠθα)1) приходить, подходить, приближаться(τινι Hom., Aesch., Her., Thuc.; τέν πόλιν Eur., Plat.; ἐς ποταμόν Hom.)
τοσάδε ἐπῆλθον πολέμῳ Thuc. — к этому они пришли в результате войны2) проходить, переходитьκρύσταλλος οὐ βέβαιος ὥστ΄ ἐπελθεῖν Thuc. — лед недостаточно прочный, чтобы можно было пройти (по нему)
3) проходить, обходить, посещать(πολλέν γαῖαν Hom.; δόμους Soph.; πύλας φύλακάς τε Eur.; χώραν Xen.; τόπους Arst.; τοὺς χειρωνακτικούς Plat.; πόλεις Plut.)
κύκλῳ ταῖς ὄψεσιν ἐπελθεῖν τινας Plut. — окинуть кого-л. взглядом4) приходить, являться, обращаться (с речью, с просьбой, за советом)(τινα Eur., τινι и ἐπὴ τὸ κοινόν Thuc.; ἐπὴ τὸν δῆμον Her.)
ἐπελθὼν καὴ πείσας τινά Plat. — обратившись с убедительной просьбой к кому-л.5) входить, вступать(εἰς λόγου στάσιν Soph.; ἐς πόλεμον Thuc.)
τμήδην αὐχένα ἐπελθεῖν Hom. — вонзиться в шею6) (тж. πολέμῳ ἐ. Plut.) идти войной, нападать(τινι Hom., Eur., Thuc.; τέν γῆν τινος Thuc.; ἐπερχομένους ἀποκλείειν τῆς Σπάρτης Plut.)
7) ( о и во времени) приходить, наступать(νὺξ ἐπῆλθε Hom., Her.)
ἦρι ἐπερχομένῳ Arph. — с наступлением весны;τὸ παρὸν τὸ τ΄ ἐπερχόμενον Aesch. — настоящее и предстоящее;ἐ. τῇ οἰκουμένῃ NT. — надвигаться на вселенную, т.е. угрожать вселенной8) наводнять, заливать(ὅ Νεῖλος ἐπέρχεται τὸ Δέλτα Her.; τὸ ὕδωρ ἐπέρχεται λειμῶνα Aesch.)
9) находить (на кого-л.), охватывать, постигатьνοῦσος ἐπήλυθέ μοι Hom. — недуг овладел мною;
ἐπήλυθέ μιν ὕπνος Hom., Her.; — его объял сон10) приходить в голову(ἐπέρχεταί τινι νόημά τι Arst. или τινι ποιεῖν τι Soph., Her., Xen., Plat., Arst., Dem.)
ἵμερος ἐπῆλθέ μοι … Her., Plat.; — у меня появилось желание …;μηδὲ εἰς τὸν ἔσχατον ἐπέλθοι νοῦν Plat. — чтобы (этого) и в мыслях не было11) (кому-л.) следовать, подражать(πάτρῳ, v. l. πάτρωι Pind.)
12) ( в речи) перебирать, разбирать, рассматривать, обсуждать, излагать(τι Thuc., Arst., Plut. и περί τινος Arst.)
13) обвинять, порицать(ταῦτά τινα Eur.; ἅπαντά τινι Arph.)
См. также в других словарях:
χειρωνακτικός — ή, ό / χειρωνακτικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρῶναξ, ακτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική εργασία» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», Ευστ. γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», Πλάτ … Dictionary of Greek
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek